Πτελέα ή Ούλμος (Ulmus)
Οικογένεια: Ουλμίδες (Ulmaceae)
Κοινά ονόματα: φτελιά, φτελιός, καραγάτσι, βρυσσός, βρυσσιά
Γαλλ. Orme Αγγλ. Elm. Τουρκ. Καρά – Αγάτζ.
Γένος με 45 είδη ανθεκτικών φυλλοβόλων δέντρων, που κατάγονται από τις εύκρατες περιοχές του βόρειου ημισφαίριου. Χάρη στην όμορφη εμφάνισή τους, τη γρήγορη ανάπτυξή τους κατά τις νεανικές φάσεις (πάνω από 1 μ. το χρόνο) και την ευκολία του πολλαπλασιασμού τους, χρησιμοποιούνται συχνά στη διακόσμηση πάρκων και μεγάλων κήπων, καθώς και στις δεντροφυτεύσεις των δρόμων.
Οι φτελιές είναι δέντρα μέτριου και μεγάλου μεγέθους (ύψος 10-20 μ.), μακρόβια (μπορούν να ζήσουν πάνω από 500 χρόνια) και περιζήτητα και για το ξύλο τους, το οποίο είναι πολύ ανθεκτικό και ελαστικό. Από την αρχαιότητα στην Ιταλία χρησιμοποιούνταν για στήριγμα των αναδεντράδων της αμπέλου, γι αυτό και χαρακτηρίζεται από τον Βιργίλιο και όχι (χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία ) από τον Οράτιο ( Π.Γ. Γεννάδιος Λεξικόν Φυτολογικόν σελίς 813) η Πτελέα ως φίλη της αμπέλου, ( amica vitubus ulmi ).
Τα φύλλα, σε λιγότερο ή περισσότερο σκούρο πράσινο χρώμα, είναι εναλλασσόμενα, λεία, γυαλιστερά και οδοντωτά, με πολύ εμφανείς νευρώσεις και ασύμμετρα τα δύο τμήματά τους. Τα λουλούδια, κίτρινα – κοκκινωπά και ερμαφρόδιτα, εμφανίζονται στο δέντρο την άνοιξη, πριν από τα φύλλα. Ο καρπός είναι «σαμάρο», με σπόρο που περιβάλλεται από ένα στρογγυλωπό, πεπλατυσμένο έλασμα, και ωριμάζει πριν αναπτυχθούν τελείως τα φύλλα.
Η πεδινή φτελιά είναι, κατά πάσα πιθανότητα, το είδος από το οποίο δημιουργήθηκαν οι περισσότερες διακοσμητικές ποικιλίες, από τις οποίες αναφέρουμε την (“Argenteo - variegata”) και την «Χρυσοποικιλόχρωμη» (“Aureo-variegata”), με φύλλα διάστικτα αντίστοιχα με άσπρο και κίτρινο, την «Ανταρκτική» (“Antarctica”) με φύλλα χρυσοχαλκόχρωμα, την «Κορυλόφυλλο» (“Corylifolia”) και την «Πορφυρή Κορυλόφυλλο» (“Corylifolia Purpurea”), τα φύλλα της οποίας είναι όμοια με της φουντουκιάς και, τέλος, την «Κλαίουσα» (“Pendula”) με κρεμάμενα προς τα κάτω κλαδιά.
Ούλμος ο καρπινόφυλλος (Ulmus carpinifolia). Κατάγεται από την Ευρώπη και τη δυτική Ασία, φτάνει σε ύψος 15 μ. Έχει φύλλα εξαιρετικά ασύμμετρα στη βάση, πολύ μυτερά, λεία στην επάνω επιφάνεια και ελαφρώς βελούδινα στην κάτω. Το φθινόπωρο παίρνουν ένα βαθύ κίτρινο χρώμα. Είναι ανθεκτική στους θαλασσινούς ανέμους και έχει ωοειδή – στροφυλωπή «κόμη». Η ποικιλία «Κερατοειδής» (“Cornubiensis”) έχει κωνική «κόμη» και λεία, γυαλιστερά φύλλα. Ο Ούλμος ο καρπινόφυλλος του Χουήτλυ (Ulmus carpinifolia wheatley) είναι μια ποικιλία με ανερχόμενα κλαδιά και λεία επιφάνεια.
Ούλμος ο λείος (Ulmus glabra). Γνωστό και σαν Ούλμος ο ορεινός (Ulmus montana) το είδος αυτό κατάγεται από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Έχει ύψος 10-20 μ. και πλάτος 5-10 μ. Η «κόμη», όχι πολύ πυκνή, αποτελείται από αραιές διακλαδώσεις με τους κύριους βραχίονες σε μικρή απόσταση από το έδαφος. Τα φύλα είναι ωοειδή. Και από το είδος αυτό έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες διακοσμητικές ποικιλίες, από τις οποίες αναφέρουμε τη «Μελανοπόρφυρη» (“Atropurpurea”) με σκούρα πορφυρά φύλλα, την «Καμπερνταούνειο» (“Camperdownii”) με πυραμιδοειδή «κόμη» και μικρά φύλλα, τη «Χρυσή Κιονωτή» (“Fastigiata Aurea”) με όρθιες διακλαδώσεις και μικρά φύλλα, την «Κιτρινίζουσα» (“Lutescens”) με κίτρινα φύλλα.
Πτελέα x ολλανδική (Ulmus x hollandica). Πρόκειται για υβρίδιο που δημιουργήθηκε από διασταύρωση των ειδών Ούλμος ο λείος (Ulmus glabra) και Ούλμος ο καρπινόφυλλος (Ulmus carpinifolia). Οι ποικιλίες που δημιουργούνται μπορούν να φτάσουν σε ύψος 20 μ. και μοιάζουν στην εμφάνιση πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο πρόγονο.
Ούλμος ο λείος (Ulmus levis). Είναι ένα είδος με σημαντικές διαστάσεις, ασύμμετρη «κόμη» και αυλακωτό στέλεχος, με τα χαρακτηριστικά λουλούδια που έχουν πολύ μακριούς ποδίσκους. Είναι διαδομένο στη βορειο-κεντρική Ευρώπη, όπου απαντά αυτοφυές.
Ούλμος ο νάνος (Ulmus pumila). Γνωστό και σαν φτελιά της Σιβηρίας, το είδος αυτό έχει μέτριο ύψος, το πολύ μέχρι 12 μ. και κατάγεται από την Κίνα και τις βορειοανατολικές ζώνες της Σοβιετικής Ένωσης. Έχει φύλλα βαθυπράσινα, ωοειδή και μυτερά, με πολύ οδοντωτές παρυφές.
Ούλμος ο μικρός, (Ulmus minor). Πτελέα η ελάσσων υποειδ. στενόφυλλος.
Ο μοναδικός τρόπος για την καταπολέμηση αυτής της ασθένειας, μια και δεν έχουν βρεθεί ακόμα αποτελεσματικά φάρμακα, είναι η χρησιμοποίηση ανθεκτικών ειδών και ποικιλιών που έχουν εμβολιαστεί πάνω σ’ αυτά.
Οικογένεια: Ουλμίδες (Ulmaceae)
Κοινά ονόματα: φτελιά, φτελιός, καραγάτσι, βρυσσός, βρυσσιά
Γαλλ. Orme Αγγλ. Elm. Τουρκ. Καρά – Αγάτζ.
Γένος με 45 είδη ανθεκτικών φυλλοβόλων δέντρων, που κατάγονται από τις εύκρατες περιοχές του βόρειου ημισφαίριου. Χάρη στην όμορφη εμφάνισή τους, τη γρήγορη ανάπτυξή τους κατά τις νεανικές φάσεις (πάνω από 1 μ. το χρόνο) και την ευκολία του πολλαπλασιασμού τους, χρησιμοποιούνται συχνά στη διακόσμηση πάρκων και μεγάλων κήπων, καθώς και στις δεντροφυτεύσεις των δρόμων.
Οι φτελιές είναι δέντρα μέτριου και μεγάλου μεγέθους (ύψος 10-20 μ.), μακρόβια (μπορούν να ζήσουν πάνω από 500 χρόνια) και περιζήτητα και για το ξύλο τους, το οποίο είναι πολύ ανθεκτικό και ελαστικό. Από την αρχαιότητα στην Ιταλία χρησιμοποιούνταν για στήριγμα των αναδεντράδων της αμπέλου, γι αυτό και χαρακτηρίζεται από τον Βιργίλιο και όχι (χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία ) από τον Οράτιο ( Π.Γ. Γεννάδιος Λεξικόν Φυτολογικόν σελίς 813) η Πτελέα ως φίλη της αμπέλου, ( amica vitubus ulmi ).
Τα φύλλα, σε λιγότερο ή περισσότερο σκούρο πράσινο χρώμα, είναι εναλλασσόμενα, λεία, γυαλιστερά και οδοντωτά, με πολύ εμφανείς νευρώσεις και ασύμμετρα τα δύο τμήματά τους. Τα λουλούδια, κίτρινα – κοκκινωπά και ερμαφρόδιτα, εμφανίζονται στο δέντρο την άνοιξη, πριν από τα φύλλα. Ο καρπός είναι «σαμάρο», με σπόρο που περιβάλλεται από ένα στρογγυλωπό, πεπλατυσμένο έλασμα, και ωριμάζει πριν αναπτυχθούν τελείως τα φύλλα.
Είδη και ποικιλίες
Ούλμος ο αμερικανικός (Ulmus americana).
Γνωστό και σαν άσπρη φτελιά της Αμερικής, το δέντρο αυτό κατάγεται από
τις ανατολικές περιοχές της βόρειας Αμερικής.
Έχει μεγάλη πλαγιόκλαδη «κόμη» και πυκνό βαθυπράσινο φύλλωμα, ιδανικό
για τη δημιουργία σκιάς σε δρόμους και κήπους.
Τα φύλλα, πτυχωτά, με διπλά οδοντωτή παρυφή, είναι εξαιρετικά
ασύμμετρα. Είναι γνωστές οι ποικιλίες
«Ανερχόμενη» (“Ascendens”), με πυραμοειδή «κόμη» και «Κλαίουσα» (“Pendula”) με μακριά, κρεμάμενα προς τα κάτω
κλαδιά.
Ούλμος ο πεδινός (Ulmus campestris). Γνωστό και σαν
Ούλμος ο πρωτεύων (Ulmus procera) το είδος αυτό είναι η πεδινή φτελιά, που
αναπτύσσεται σε κάμπους και λόφους.
Διαδομένη στην κεντρική και νότια Ευρώπη, καθώς και στη βόρεια Αφρική, η
πεδινή φτελιά είναι ένα δέντρο μεγάλου αναστήματος (ύψος 10-20 μ., διάμετρος
«κόμης» 7-9 μ.) πολύ μακρόβιο, με γρήγορη ανάπτυξη και ωοειδή – επιμήκη «κόμη»,
μερικές φορές λυγερή, με λεπτές διακλαδώσεις και με συμπαγές φύλλωμα. Καρποφορεί με αφθονία, αλλά οι καρποί είναι
συχνά στείροι (το είδος πολλαπλασιάζεται και με παραφυάδες). Προσφέρει άριστο ξύλο.Η πεδινή φτελιά είναι, κατά πάσα πιθανότητα, το είδος από το οποίο δημιουργήθηκαν οι περισσότερες διακοσμητικές ποικιλίες, από τις οποίες αναφέρουμε την (“Argenteo - variegata”) και την «Χρυσοποικιλόχρωμη» (“Aureo-variegata”), με φύλλα διάστικτα αντίστοιχα με άσπρο και κίτρινο, την «Ανταρκτική» (“Antarctica”) με φύλλα χρυσοχαλκόχρωμα, την «Κορυλόφυλλο» (“Corylifolia”) και την «Πορφυρή Κορυλόφυλλο» (“Corylifolia Purpurea”), τα φύλλα της οποίας είναι όμοια με της φουντουκιάς και, τέλος, την «Κλαίουσα» (“Pendula”) με κρεμάμενα προς τα κάτω κλαδιά.
Ούλμος ο καρπινόφυλλος (Ulmus carpinifolia). Κατάγεται από την Ευρώπη και τη δυτική Ασία, φτάνει σε ύψος 15 μ. Έχει φύλλα εξαιρετικά ασύμμετρα στη βάση, πολύ μυτερά, λεία στην επάνω επιφάνεια και ελαφρώς βελούδινα στην κάτω. Το φθινόπωρο παίρνουν ένα βαθύ κίτρινο χρώμα. Είναι ανθεκτική στους θαλασσινούς ανέμους και έχει ωοειδή – στροφυλωπή «κόμη». Η ποικιλία «Κερατοειδής» (“Cornubiensis”) έχει κωνική «κόμη» και λεία, γυαλιστερά φύλλα. Ο Ούλμος ο καρπινόφυλλος του Χουήτλυ (Ulmus carpinifolia wheatley) είναι μια ποικιλία με ανερχόμενα κλαδιά και λεία επιφάνεια.
Ούλμος ο λείος (Ulmus glabra). Γνωστό και σαν Ούλμος ο ορεινός (Ulmus montana) το είδος αυτό κατάγεται από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Έχει ύψος 10-20 μ. και πλάτος 5-10 μ. Η «κόμη», όχι πολύ πυκνή, αποτελείται από αραιές διακλαδώσεις με τους κύριους βραχίονες σε μικρή απόσταση από το έδαφος. Τα φύλα είναι ωοειδή. Και από το είδος αυτό έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες διακοσμητικές ποικιλίες, από τις οποίες αναφέρουμε τη «Μελανοπόρφυρη» (“Atropurpurea”) με σκούρα πορφυρά φύλλα, την «Καμπερνταούνειο» (“Camperdownii”) με πυραμιδοειδή «κόμη» και μικρά φύλλα, τη «Χρυσή Κιονωτή» (“Fastigiata Aurea”) με όρθιες διακλαδώσεις και μικρά φύλλα, την «Κιτρινίζουσα» (“Lutescens”) με κίτρινα φύλλα.
Πτελέα x ολλανδική (Ulmus x hollandica). Πρόκειται για υβρίδιο που δημιουργήθηκε από διασταύρωση των ειδών Ούλμος ο λείος (Ulmus glabra) και Ούλμος ο καρπινόφυλλος (Ulmus carpinifolia). Οι ποικιλίες που δημιουργούνται μπορούν να φτάσουν σε ύψος 20 μ. και μοιάζουν στην εμφάνιση πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο πρόγονο.
Ούλμος ο λείος (Ulmus levis). Είναι ένα είδος με σημαντικές διαστάσεις, ασύμμετρη «κόμη» και αυλακωτό στέλεχος, με τα χαρακτηριστικά λουλούδια που έχουν πολύ μακριούς ποδίσκους. Είναι διαδομένο στη βορειο-κεντρική Ευρώπη, όπου απαντά αυτοφυές.
Ούλμος ο νάνος (Ulmus pumila). Γνωστό και σαν φτελιά της Σιβηρίας, το είδος αυτό έχει μέτριο ύψος, το πολύ μέχρι 12 μ. και κατάγεται από την Κίνα και τις βορειοανατολικές ζώνες της Σοβιετικής Ένωσης. Έχει φύλλα βαθυπράσινα, ωοειδή και μυτερά, με πολύ οδοντωτές παρυφές.
Ούλμος ο μικρός, (Ulmus minor). Πτελέα η ελάσσων υποειδ. στενόφυλλος.
Τεχνική της καλλιέργειας
Η φτελιά καλλιεργείται αρκετά
εύκολα. Προτιμά εδάφη γόνιμα, δροσερά
και βαθιά, καλά αποστραγγιζόμενα, ακόμα και αργιλώδη. Αντέχει καλά στον παγετό και πολλές από τις
ποικιλίες της μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς προβλήματα στη μολυσμένη ατμόσφαιρα
των πόλεων.
Πολλαπλασιασμός
Μπορεί να πολλαπλασιαστεί με σπόρο
που δύσκολα διατηρείται και πρέπει να σπέρνεται αμέσως μετά την ωρίμανσή του,
στην αρχή του καλοκαιριού, σε αμμώδες φυτόχωμα και σε βάθος 2 εκατ. Οι σπόροι φυτρώνουν γρήγορα σε είκοσι περίπου
μέρες, αλλά σε ποσοστό μάλλον μικρό. Τα
δενδρύλλια της φτελιάς είναι έτοιμα για την οριστική τους φύτευση σε 2-3
χρόνια. Ο πολλαπλασιασμός, με μόσχευμα κλαδιού ή με καταβολάδα, είναι
επίσης εύκολος, και χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για τον πολλαπλασιασμό ποικιλιών
με σταθερά χαρακτηριστικά.
Ζωικοί εχθροί και ασθένειες
Εδώ και μερικές δεκαετίες τα είδη της
φτελιάς προσβάλλονται από μια μυκητολογική ασθένεια, η οποία μεταδίδεται από
ορισμένα κολεόπτερα, που ανοίγουν τρύπες στο ξύλο κάτω από το φλοιό, με
αποτέλεσμα να ξεραθούν τα φύλλα καθώς και ολόκληρο το δέντρο.Ο μοναδικός τρόπος για την καταπολέμηση αυτής της ασθένειας, μια και δεν έχουν βρεθεί ακόμα αποτελεσματικά φάρμακα, είναι η χρησιμοποίηση ανθεκτικών ειδών και ποικιλιών που έχουν εμβολιαστεί πάνω σ’ αυτά.
0 σχόλια